- πολύγναμπτος
- πολύγναμπτος1 meandering
Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν καὶ πολυγνάμπτων μυχῶν O. 3.27
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν καὶ πολυγνάμπτων μυχῶν O. 3.27
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πολύγναμπτος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλές και ποικίλες καμπές 2. αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολύγναμπτοι λαβύρινθοι», Ανθ. Παλ.) 3. σγουρός, κατσαρός («πολύγναμπτον σέλινον», Θεοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γναμπτός «καμπύλος» (< γνάμπτω… … Dictionary of Greek
πολύγναμπτον — πολύγναμπτος much bent masc/fem acc sg πολύγναμπτος much bent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγνάμπτοις — πολύγναμπτος much bent masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγνάμπτοισι — πολύγναμπτος much bent masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγνάμπτοισιν — πολύγναμπτος much bent masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγνάμπτου — πολύγναμπτος much bent masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγνάμπτων — πολύγναμπτος much bent masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγνάμπτῳ — πολύγναμπτος much bent masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)